- κύκλωσιν
- κύκλωσιςsurroundingfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κυκλῶσιν — κυκλάζω go round about fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) κυκλάζω go round about fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) κυκλέω wheel along pres subj act 3rd pl (attic epic doric) κυκλόω encircle pres subj mp 2nd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύκλωση — η (AM κύκλωσις) [κυκλώ (II)] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού κυκλώνω, περικύκλωση 2. (ειδ.) το κλείσιμο τού εχθρού σε κλοιό, η περίσφιγξή του απ όλες τις πλευρές (α. «συντελέστηκε η κύκλωση και η αποκοπή τού φρουρίου» β. «πρὶν καὶ τὴν πλέονα… … Dictionary of Greek